- βιβάζουσι
- βιβάζωcause to mountpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)βιβάζωcause to mountpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχείον — (I) ὀχεῑον, τὸ (Α) [οχεία (Ι)] 1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῑς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.) 2. κόκορας 3. τόπος κατάλληλος για οχεία. (II) ὀχεῑον, τὸ… … Dictionary of Greek